παράκουσμα

παράκουσμα
το обман слуха; ослышка (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παράκουσμα" в других словарях:

  • παράκουσμα — thing heard amiss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκουσμα — τὸ, ΝΑ [παρακούω] λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα αρχ. 1. ψεύτικη διήγηση 2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος 3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή …   Dictionary of Greek

  • παράκουσμα — το, ατος λαθεμένη ακουστική αντίληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακουσμάτων — παράκουσμα thing heard amiss neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασι — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασιν — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματα — παράκουσμα thing heard amiss neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματος — παράκουσμα thing heard amiss neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακουσμάτιον — τὸ, Α [παράκουσμα] υποκορ. τού παράκουσμα …   Dictionary of Greek

  • ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • παράκουση — ή, ΝΜΑ [παρακούω] η παρακουσία μσν. λαθεμένο άκουσμα, παράκουσμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»